- ασελγώ
- ασελγώ, ασέλγησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ασελγώ — (AM ἀσελγῶ, έω) [ασελγής] διαπράττω ασέλγεια … Dictionary of Greek
αισχροποιώ — αἰσχροποιῶ (AM) [αἰσχροποιός] 1. ενεργώ αισχρά, κάνω αισχρές πράξεις, ασελγώ, λεσβιάζω 2. ατιμάζω, ντροπιάζω || («αἰσχροποιῶ τὰς τέχνας») … Dictionary of Greek
ασέλγημα — ἀσέλγημα, το (AM) [ασελγώ] η αδιάντροπη πράξη … Dictionary of Greek
ασελγής — ές (AM ἀσελγής, ές) ο ακόλαστος, ο λάγνος αρχ. ο αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < *αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek
ενακολασταίνω — ἐνακολασταίνω (Α) ακολασταίνω, ασελγώ πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
ενασελγαίνω — ἐνασελγαίνω (AM) αρχ. 1. φέρομαι ακόλαστα, ασελγώ σε κάτι 2. καθυβρίζομαι, διακωμωδούμαι μσν. φέρομαι αισχρά … Dictionary of Greek
μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… … Dictionary of Greek
προυνικεύω — Α (στους Γνωστικούς) ασελγώ, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προύνικος, άλλος τ. τού προύνεικος] … Dictionary of Greek
φοινικίζω — (I) Μ [φοῑνιξ (Ι), οίνικος] έχω πορφυρό χρώμα. (II) ΝΑ [Φοῑνιξ, οίνικος] 1. μιμούμαι τους Φοίνικες 2. ασελγώ παρά φύσιν … Dictionary of Greek
ασελγαίνω — και ασελγώ ησα, κάνω ασέλγεια, ακολασταίνω: Αποπειράθηκε να ασελγήσει σε ανήλικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)